Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Μια ασυνήθιστη βαρκάδα...


Κινήσαμε σχετικά νωρίς... Λίγο πριν το λιόγερμα, καθώς ο ήλιος έντυνε με χρώματα μεθυστικά το δειλινό ροδίζοντας το δυτικό του ορίζοντα, ενώ η θάλασσα έβαζε έναν τόνο πιο σκούρο στο μπλε της... Μια ξύλινη βάρκα ξεθωριασμένη από την πατίνα του χρόνου, με όλα τα απαραίτητα: πετονιές για ψάρεμα βυθού, δολώματα, λιτό αλλά καλό φαγητό και φυσικά εξαίσιο κρασί, η επιλογή δική μου, ένα πολύ ωραίο δροσερό λευκό frascati... Οι υπόλοιποι τρεις της παρέας: Ο Χανς, ιδιοκτήτης της βάρκας και μόνιμος κάτοικος της χώρας μας ως συνταξιούχος πλέον με καταγωγή από το βορρά της Γερμανίας, ο Μάρκελλος, βέρος Ιταλός Ρωμαίος, αλλά για χρόνια ελληνοποιημένος, εργαζόμενος γύρω από τον Τουρισμό και λίγο πριν τη σύνταξη, και φυσικά ο Πέτρος, διδάκτωρ μαθηματικός αλλά και ερασιτέχνης φιλόσοφος, ο οποίος στέκεται ευσταλής και ακμαίος παρόλα τα 80+ χρόνια του...

Όπως καταλαβαίνετε ως ο Βενιαμίν της ομάδας κυριολεκτικά και μεταφορικά, τους περίμενα σε έναν παρακείμενο καφενέ, έχοντας φροντίσει για τα απαραίτητα από το απόγευμα στο λιμάνι, απολαμβάνοντας την καλοκαιρινή ραστώνη με παρέα... Πρώτος ήρθε ο Πέτρος, αεικίνητος όπως πάντα, και αμέσως μετά κατέφθασε κι ο Χάνς… Αφού έκανα τις αναγκαίες συστάσεις η παρέα μου μας χαιρέτησε και έφυγε, παίρνοντας μαζί της τη δανεική από τον Δοστογιέφσκυ φράση του Πέτρου: « Οι άνθρωποι χωρίζουν πάντα λίγο πριν γνωριστούν…».

Φυσικά όπως πάντοτε, ο Μάρκελλος ως ο πλέον πολυάσχολος, ήρθε καθυστερημένος. Επιβιβαστήκαμε στον «Ναύμαχο», ένα σκαρί με όνομα πολύ φιλόδοξο για το μέγεθός του, και κατόπιν των απαραίτητων προπαρασκευαστικών ενεργειών λύσαμε κάβους…

Αφήσαμε τον λιμένα, και κινήσαμε δυτικά... Ο Χανς, είχε έναν παλιακό μα καλολαδωμένο εξάντα, όπου ερασιτεχνικά έβρισκε το στίγμα της ξέρας... Ας μην ξεχνάμε πως ο αντικειμενικός στόχος ήταν να βγει και κάποια ψαριά... Μετά από μια διαδρομή μιας ώρας περίπου ρίξαμε την άγκυρα, ενώ τα πρώτα φώτα από τα ημιορεινά παραθαλάσσια χωριουδάκια, είχαν ήδη αρχίσει να τρεμοπαίζουν σαν καντήλια από εικονίσματα, σφηνωμένα στα γρανιτένια ξερά βουνά που βουτούσαν απότομα στα βαθιά σκοτεινά νερά...

Αμίλητοι για λίγο, συνεχίσαμε να ρουφάμε την αμφιλύκη που σιγά, σιγά έδινε τη θέση της στην μακριά για εμάς θερινή και ολίγον ζεστή νύχτα...

Ο Χανς είπε πρώτος: « για να δούμε αν θα βγάλουμε κάνα ψάρι σήμερα!» και μετά αστειευόμενος προσέθεσε “αν όχι αλιεύουμε τίποτα χαμένες ψυχές...”

Ο Πέτρος πήρε το λόγο:
-« χμ... πολύ υψηλή αποστολή θέλουμε... δεν κοιτάμε τα μούτρα μας» Ο Πέτρος διψούσε για τις ξαφνικές εκτροπές των συζητήσεων σε πιο αφηρημμένα θέματα, και άλλωστε πάνω σε ένα τέτοιο μοτίβο ιδιότυπου καταιγισμού ιδεών, σκέψεων και ονείρων είχε κολλήσει αυτή η αταίριαστη φαινομενικά παρέα.

-«Τουλάχιστον να τις βάλουμε να κινηθούν, από την ανία, το λήθαργο και την αδράνεια… να τις αναδύσουμε» προσέθεσα εγώ…

Ο Μάρκελλος πιο πρακτικός όπως πάντα, ατενίζοντας την απέραντη υγρή έκταση, τις στεριές με τα χωριουδάκια και τις αραιοσπαρμένες στο γιαλό βάρκες που είχαν ήδη ανάψει τα πυροφάνια τους προσμένοντας μιαν ανταποδοτική ψαριά, πρόσθεσε:
Ε'! χαλαρώστε... δεν είμαστε τίποτε αργοναύτες, ούτε καμία θεότητα δεν θα ξεπροβάλει απ' το κύμα ως φτερωτό νεροχελίδονο... Για ψάρια ήρθαμε...”

Χ: “Ναι αν ήμασταν αργοναύτες, ποιός τη χάρη μας... εκτός από τον νέο από εδώ (έδειξε εμένα) δεν βλέπω κάποιον άλλον ικανό να κωπηλατήσει ούτε μέχρι τη στεριά εδώ δίπλα...”

-Μ: “Χμ, να ήταν λες η νιότη και το σφρίγος που κινητοποίησε τους Αργοναύτες? Ή κάποιος άλλος οίστρος?“

-Ν: « Για πλιάτσικο ξεκίνησε η αντροπαρέα…» είπα εγώ αστειευόμενος… «Και έφτασε με τη σιδερένια θέλησή της μέχρι την Αία. Κι αφού έκλεψαν το χρυσόμαλλο δέρας, γύρισαν στις πατρίδες τους δοξασμένοι ως ήρωες… φυσικά και μόνο για την τόλμη τους…»

-Χ«Δηλαδή, ο πλούτος ήταν το μόνο κίνητρο? Ήταν ωμοί τυχοδιώκτες? Ωραίο αυτό για να ξεκινήσεις και να μεθύσεις μερικούς νέους για να ξεκινήσουν, αλλά στην πορεία θέλω να πω, όλο αυτό ξεφουσκώνει... αν δεν υπάρχει κάποιος ορθολογισμός και ψυχροί υπολογισμοί, το εγχείρημα θα αποτύχει... “


Ο Πέτροςήταν κάθετος: «Κι οι ψυχές των ανθρώπων? Δεν ήθελαν θέρμη για να κινήσουν? Αρκούσαν τα ψυχρά επιχειρήματα? Δεν ήθελαν ήρωες? Λόγους? Καλή η συζήτηση και η αμπελοφιλοσοφία αλλά για να κωπηλατήσεις ώρες κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο θέλει ισχυρό κίνητρο…»

- «
Είναι το αστέρι της αγάπης που οδηγεί
τα νιάτα που σκορπούν ρόδινο φως;
Ω! χορεύοντας η Ελλάδα τις χρυσές ώρες,
ακμή βίωσε για χρόνια,
η φωτιά της όμως καίει αιώνια
στέργοντας θάρρος και αγάπη σε κάθε στήθος
σπέρνοντας τα φρούτα των Εσπερίδων
εκπέμποντας για πάντα τη γλυκειά χαρά της νιότης...»
τι άλλο? Στίχοι του Χάϊντερλιν, που μεθυσμένος ύμνησε τούτον τον τόπο και τους ταπεινούς ανθρώπους του, έβγαιναν από το στόμα του Χανς, που θυμόταν ίσως τα πρώτα του χρόνια εκεί πίσω στο βορεινό Ανόβερο…
«Συγχωρήστε τον οίστρο μου… για μένα τα νιάτα και ο έρωτας ήταν πάντα συνυφασμένα με το Ελληνικό Καλοκαίρι… Και φυσικά συνεκδοχικά τα καλοκαίρια της ζωής μου…» προσέθεσε…

-«Είναι ο έρωτας, ο οίστρος? Είναι κάποια εσωτερική δύναμη που κινεί λοιπόν? Και συνεπικουρείται από τον ορθολογισμό και τα μαθηματικά? » ρώτησε ο Μάρκελλος.

-«Εσύ από τη χώρα του Δάντη Αλιγκιέρι, δεν θα έπρεπε καν να τα ρωτάς αυτά!» του είπε ο Πέτρος ψέγοντάς τον… «Η ψυχή καίει… έρωτας, πάθος… κι ύστερα η κόλαση, το καθαρτήριο και ο παράδεισος. Μέσα σε όλα αυτά ο άνθρωπος είναι πάντα ίδιος… τα σκηνικά αλλάζουν… Μα η ψυχή δεν ολοκληρώνεται, αν πρώτα δεν περάσει από την κριτική και την αυτογνωσία… Και αυτό ακριβώς: Η κριτική, είναι η κόλαση, η αυτογνωσία το καθαρτήριο…»

- N«Και αλλά γιατί σώνει και καλά πρέπει η ψυχή να σωθεί?...» υπέβαλα εγώ την εμπρηστική ερώτηση…

-«Ο Δάντης εμπνεύστηκε από τον Οδυσσέα…» είπε ο Πέτρος… Κατά συνέπεια η σωτηρία, αυτό που ονομάζω εγώ ολοκλήρωση, ή οι Σωκρατικοί αυτογνωσία της ψυχής, είναι ενδημική μέσα της, αν δεχθούμε την ύπαρξή της. Ενδημική, γιατί γεννήθηκε σε κάποια πατρίδα… την Ιθάκη της».

- «Σε όλα αυτά πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει και μια Ιθάκη, που την αναζητεί η ψυχή μας?» αναρρωτήθηκα…

-Π «Ίσως η Ιθάκη που υπάρχει μέσα μας… να σφυρηλατείται στην παιδική μας ηλικία… τότε που βλέπουμε τους γονείς μας, που συμπεριφέρονται, πως μας συμπεριφέρονται… η αποδοχή μας ως νέο άτομο στην κοινωνία… όλα αυτά στοιχειοθετούν μιαν Ιθάκη… Χωρίς να το θέλουμε έχουμε μέσα μας την Ιθάκη… και απλά όσο δεν φθάνουμε, τόσο είμαστε ανολοκλήρωτοι… μισοί… έρμαιοι στο πέλαγο…»

-Ν« Κι αν η Ιθάκη μου είναι μια σφηνωμένη φαντασίωση? Ότι είμαι πλούσιος και διάσημος και όμορφος ας πούμε…, πεζό, ποταπό, αλλά αληθινό… » είπα εγώ, προσγειώνοντας την κουβέντα…

-Χ «Αφού η Ιθάκη είναι αυτό που δημιουργήθηκε και σφυρηλατήθηκε στην παιδική μας ηλικία, η πατρίδα δλδ, τότε για τον καθένα υπάρχει μια διαφορετική Ιθάκη… Για άλλους υψηλή, για άλλους πεζή, πρακτική… Το ζήτημα είναι αν υπάρχουν τα δεδομένα να φθάσει κανείς εκεί… Αν ούτε πλούσιος γίνω, ούτε Άδωνις αλλά και ούτε διάσημος, τότε όλα θα μου φαίνονται μάταια… Θα τα ξορκίζω, λέγοντας πάντα πως αν ήμουν πλούσιος, διάσημος και όμορφος θα κατάφερνα το καθετί, αλλά αυτό μέσα μου, βαθιά με ειλικρίνεια δεν θα ήταν και πολύ πιστευτό από τον εαυτό μου…» Προσέθεσε ο Χανς.

-Μ «Τότε θα έχουμε ζήσει μια ζωή μάταιη… ούτε θα καταλάβουμε πως ζήσαμε κυνηγώντας χίμαιρες … πλούσιος δεν θα γίνεις, δεν ξέρω για διάσημος… Για έναν κάπως πιο σύνθετο άνθρωπο, η Ιθάκη δεν θα είναι απλά τέτοιες αηδίες, μια τέτοια Ιθάκη είναι καταδικασμένη…» είπε με σκώμμα ο Μάρκελλος.

-Ν « Χμ, κολλήσαμε στην Οδύσσεια… Ας είναι… αυτό το μέσα μας το ενδημικό πιστεύω σε κάθε άνθρωπο δεν είναι ρηχό… στην παιδική ηλικία, η Ιθάκη σφυρηλατείται υψηλή… κατά τη Σωκράτεια ας μου επιτραπεί αντίληψη”.

-Ο Πέτρος προσέθεσε: «εντάξει κάπου μέσα μας όλοι έχουμε ψυχή με αστείρευτη δύναμη… ίσως να υπάρχει και ένας ενδόμυχος προσανατολισμός…»

-Ο Χανς συνέχισε σαν να μην τον είχαμε διακόψει….«Αν είναι κανείς ρηχός, η ζωή του πάει στράφι… μπορεί να το κρύβει βέβαια το συναίσθημα της κενότητας, το νιώθει όμως… Ακόμη και οι μαφιόζοι που πλούτισαν τάχιστα, μόλις γίνουν κραταιοί, διαβάζουν, πηγαίνουν σε όπερες, θέατρο, θέλουν να ρουφήξουν τη ζωή που αντίκριζαν και ζήλεψαν από το πεζοδρόμιο…»

-Ν «Αφού η Ιθάκη είναι ενδημική λοιπόν θα πρέπει να την βρούμε, να την ανακαλύψουμε… χωρίς περιστροφές… Μήπως βοηθάει η ψυχανάλυση?» Προσέθεσα αλλά οι άλλοι το εξέλαβαν ως ένα ακόμη σκώμμα μου…

-Ο Πέτρος με κοίταξε σκεφτικός… «ας μείνουμε λίγο στην Οδύσσεια… το βέβαιο είναι ότι αν επιτευχθεί ο στόχος, αν φθάσει δλδ η ψυχή μας στην Ιθάκη της, η ικανοποίηση είναι η άπειρη ευτυχία… η Εδέμ…»

-«Χμ, η Οδύσσεια τελειώνει με την εξόντωση των μνηστήρων και τον εξαγνισμό… Όμως αν αστοχήσουμε? Αν πραγματικά κυνηγάμε Χίμαιρες? Υψηλού φρονήματος μα χίμαιρες?» Ρώτησε με νόημα ο Μάρκελλος… «Τι απομένει τότε στον άστοχο Τοξότη?»

-«Α μου έκανες γυριστή!» είπε ο Πέτρος… «Το ίδιο φυσικά συναίσθημα που αφήνει μια χαμένη πατρίδα… μπορεί να προσαρμοστούμε, μεν στην καινούρια, η παλιά όμως θα καίει μέχρι να αφήσουμε τον μάταιο τούτο κόσμο…»

-Μ « στίχοι από το Ναμπούκο…σιγά τα ωά...»

-Π « Μπορεί να διδάσκεστε με ζηλευτό τρόπο το Ναβουχοδονόσωρα, όμως εμείς εδώ οι Ρωμιοί, έχουμε βαθιά στην ψυχή μας χαμένες πατρίδες… σπαρμένος με συλημένους ναούς και γκρεμισμένα εικονοστάσια είναι ο τόπος μας… »


-Ο Μάρκελλος άδραξε την «πάσα» και είπε: «Οπα! Βγάζουμε από την τσέπη το φτωχούλη του θεού για να δικαιολογηθούμε? Οι Εβραίοι μπορεί να γαλουχήθηκαν από τον Ναμπούκο, αλλά μόλις έφτιαξαν κράτος, δεν μάσησαν τα λόγια τους… και είναι και θεόφτωχοι…»

-Παίρνοντας το λόγο είπα: «Χμ… προσωποποιημένη η ανάσταση κατά τον Τολστόϊ… Το πάθος για μια νέα άνοιξη, μια νέα νιότη… εδώ ξαναγυρίζουμε στον Χάϊντερλιν και είναι χαμένος κόπος…»

- Π «Ή μήπως μια νέα ώθηση για την καρτερία, την ασκητική? Μια νέα περίσκεψη? Μην ξεχνάμε πως αν μη τι άλλο οι Εβραίοι δεν είχαν πατρίδα για χιλιάδες χρόνια, κι επιβίωσαν… Όταν λοιπόν υπάρχει μια χαμένη πατρίδα, τότε μπαίνει η Ασκητική… ». Είπε ο Πέτρος μάλλον άκεφος…ύστερα συνέχισε: «Η Ανάσταση είναι αδύνατη χωρίς την Ασκητική… Εκεί όταν βρεθείς ανάμεσα στα στοιχειά της φύσης… Ή οι Εβραίοι, αφού το θέλετε πραγματολογικά προ των πυλών του κρεματορίου… Δεν πρόκειται ποτέ να πας στο καθαρτήριο αν δεν περάσεις από την κόλαση… και για να αντέξεις την κόλαση, χρειάζεται η Ασκητική…»

-«Και πως ορίζεις την ασκητική ?» Ρώτησε ο Χανς… «Δεν πρέπει να προσηλώνεται σε έναν στόχο? Αυτόν της εξύψωσης της ψυχής? Δεν πρέπει λοιπόν η Ασκητική σας να είναι στρατευμένη?»

- Ο Πέτρος πάλι μιλάει δυνατά τις σκέψεις του… « Αντικειμενικά, η Ασκητική πρέπει να είναι η άσκηση της ψυχής… ο εσωτερικός εξαναγκασμός να δημιουργήσει, να κουραστεί να διαλέξει τον δύσκολο δρόμο… να μην εκποιηθεί αυτή για εφήμερα υλικά αγαθά ή αξιώματα ραγιά…Καλές οι υλικές απολαύσεις, αλλά διαρκούν λίγο… μόλις σωθούν θέλουμε νέες σαν εθισμένοι… Άσε που τις βαριόμαστε εύκολα… Τα αξιώματα του ραγιά, είναι λάθρα… προσφέρουν σιγουριά, απολαύσεις, αλλά καταστρέφουν τα φρένα… γίνεται ο άνθρωπος χαλασμένος… νωθρός και ηλίθιος… ένα σκέτο ανδράποδο… Ασκητική λοιπόν, είναι η εσωτερική αναζήτηση, η ανάδυση από το εσωτερικό μας χάος ενός νέου κόσμου, στέρεου…»

-«Δεν μπαίνω στον κόπο να συζητήσω με σας για την Ασκητική…» είπε με κάπως θυμό ο Μάρκελλος… «Δεν έβγαλα ποτέ άκρη με σας τους Ρωμιούς, αλλά και τους Ανατολικούς!»

-«Ίσως γιατί την εγκαταλείψαμε προ πολλού…» είπα εγώ… «Σε αυτή την κρίση που έχουμε φθάσει, η Ασκητική θα έπρεπε να είναι η σοφία μας, ο άσσος στο μανίκι μας…» «Αντί αυτής προτιμούμε να κλαυθμυρίζουμε και να λέμε, οι άλλοι φταίνε. Σταυρώσαμε τα χέρια προσμένοντας έναν ΑηΓιώργη να μας σώσει…».

-«Και πως το βιώνεις? Μην κυνηγώντας τίποτε? Πάνω σε τι ασκείται η ψυχή σου? Πως από το χάος μπορεί να αναδυθεί κάτι νέο?» Ξαναρώτησε γεμάτος απορία ο Χανς…

-Π «Αν ήξερα την απάντηση φίλτατε, δεν θα ήμουν εδώ τώρα… Θα έπλεα στον 7ο ουρανό σε πελάγη ανείπωτης ευτυχίας!» Είπε ο Πέτρος γελαστά και συνέχισε… «Όμως η Ασκητική η δική μας κατά παράδοση εκτός από την καρτερία, περιλαμβάνει και την οργάνωση της κοινωνίας, την αγάπη για τους ανθρώπους, την ομαδοποίηση… Ειδάλλως δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μιαν αυτάρεσκη αυτοσυγκέντρωση, μια στάση για μιαν ελιτίστικη νιρβάνα… Κατά τη γνώμη μου η Ασκητική μας ολοκληρώνεται όταν γεννήσει μια καινούρια φωτιά… μέσα μας και στην κοινωνία μας… ». Ύστερα χαμήλωσε τους τόνους γελώντας… : «Θα έπλεα στον έβδομο ουρανό λοιπόν αν ήξερα το πως!!!».

-«Για την ώρα έμπλεον είναι μόνο το σκαρί μας!!!» Προσέθεσα εγώ, επαναφέροντάς μας στην πραγματικότητα… «Και αν συνεχίσουμε έτσι, δεν θα πιάσουμε ούτε λέπι…».

Αφήσαμε τα λόγια να τα πάρει ο μπάτης… Δειπνήσαμε λιτά, γευτήκαμε αχόρταγα τ’ αρώματα και τη δροσιά του κρασιού και βυθιστήκαμε στις σκέψεις μας, διακόπτοντας τις σιωπές είτε με παρόμοιες αντίστοιχες αμπελοφιλοσοφίες, είτε με από την πεζή πραγματικότητα ειδήσεις… Η βραδιά κύλησε όμορφα ώσπου η Κασσιόπη έδυσε στον βορρά… λύσαμε άγκυρες και ξεκινήσαμε για τον δρόμο της επιστροφής με τον υπόκωφο ήχο της μηχανής… 

Αύγουστος 2011 (ευτυχώς...)

Υστερόγραφον> ένεκα ότι ένας της παρέας, είναι γνωστός, κάπως, τόσο τα ονόματα, τα επαγγέλματα αλλά και οι εθνικότητες είναι αλλαγμένες... θέλω να πιστεύω πως δεν άλλαξα στο ελάχιστο τα λόγια τους...  

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

... ένοιστρον...


στο ίδιο έργο ακτινοβολούμε θεατές 
ένα φως υπόλευκο  γεμάτο μίσος
της άρνησης οι σκιές οι ιδεατές
και της αρχαίας της πληγής ο μύθος...



μοναχικοί αποκλεισμένοι ταξιδιώτες 
σε άγριους τόπους άξενους και πόλεις ξεχασμένες
γερνάμε και πεθαίνουμε μόνιμ' επαρχιώτες
και στις καρδιές μας κόκκινες βελόνες πυρωμένες


χωρίς ορίζοντες πυξίδα ή αξιόπλοο σκαρί
με τις εικόνες μας θαμπές συγκεχυμένες
χανόμαστε σε μνήμες που έχουνε φθαρεί
και σε ιστορίες ψεύτικα δοσμένες


άγριο μεθυσμένο το δικό μας θυμικό
που η μοίρα μας αδύνατεί να ισορροπήσει
με ότι δικό μας ακριβό κι ηρωικό
το ιερατείο μας να τό χει αφορίσει



άνομοι φτωχοδιάβολοι με είδωλα τοτέμ
ξέφρενα χορεύουμε χωρίς να ανησυχούμε
αν κάποτε θα βρούμε την εδέμ
γερνάμε μόνο, ερωτευόμαστε και ζούμε