Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

...οι γραμμές του τραίνου...





 
Στεκόταν ακίνητος, αμήχανος στη μέση του πεζοδρομίου, έρμαιος στα σπρωξίματα των βιαστικών περαστικών χωρίς να μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη. Γύρω του ο πολύβουος θόρυβος της πόλης έσβηνε κάθε ελπίδα να προσπαθήσει να φωνάξει, ν’ ορθώσει τη φωνή του· η ζωή βλέπεις εκεί έξω συνεχιζόταν αμείλικτη κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου… Οι μόνοι που τον παρατηρούσαν εδώ και ώρα ήταν δυο κουτσοί ζητιάνοι στην άκρη του στενού πεζοδρομίου που έχοντας απλωμένα τα ξύλινα πόδια τους εμπόδιζαν τους περαστικούς. Αυτός τους έριξε μια φευγαλέα πλην ανήσυχη κάπως ματιά, και προχώρησε προς το άγνωστο περιπλανώμενος στους δρόμους της πρωτεύουσας… 


Η άσκοπη περιπλάνησή του, του θύμισε τότε που νέος αμούστακος ακόμη, ήρθε από την επαρχία να σπουδάσει… Ποιος να το ‘λεγε πως θα έφτανε μέχρι εκεί που έφτασε. Τελείωσε το Μαθηματικό, πήγε στρατό και μόλις γύρισε στην πρωτεύουσα κουκουλώθηκε την καλή του και διορίστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών· διόριζαν αθρόα βλέπεις τότε… Συνετός και υπάκουος υπάλληλος που κοιτούσε τη δουλειά του, άφηνε αθόρυβα να αναπτύσσονται οι ικανότητές του, χωρίς να βαρυγκωμεί. Τα χρόνια κύλισαν και μ’ αυτά και η ζωή. Λίγο τα ιδιαίτερα γιατί ήταν δεινός μαθηματικός, λίγο οι Υπολογιστές που μπήκαν στην ζωή τότε και με τους οποίους τα κατάφερνε περίφημα, μπήκε ρευστό στην μπάνκα και η ζωή άρχισε να στρώνει. Με τη μηχανοργάνωση ιδρύθηκε ανεξάρτητη Διεύθυνση Μηχανοργάνωσης στο Υπουργείο και αυτός έγινε προϊστάμενος και σύντομα Διευθυντής. Οι κυβερνήσεις έπεφταν, αυτός εκεί ακλόνητος. «Απαραίτητος» έλεγαν οι προϊστάμενοί του, αλλά και ανάμεσα στους συναδέλφους του έχαιρε εκτίμησης και αναγνώρισης. Κέρβερος στο Υπουργείο των Εσωτερικών.

Μαζί ήρθαν και τα παιδιά, ένα σπίτι στα προάστια λιτό όχι τίποτε σπουδαίο, να συνοδεύσουν μιαν ήρεμη και άνετη ζωή που περιελάμβανε διακοπές πίσω στον τόπο καταγωγής του κι ένα εξοχικό σε κάποιο παραθαλάσσιο κοντινό χωριό. Ήταν μάλλον ήρεμος και άρχισε να ζορίζεται μόνο όταν μεγάλωσαν τα παιδιά του, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που απαιτούσαν ακριβές σπουδές κι εκπαίδευση. Και φυσικά η συνήθης πατρική αγωνία για το που θα εργαστούν. Για το κορίτσι, είχε κάνει τα σχέδιά του. Χωρίς άλλο, θα το έπαιρνε στο Υπουργείο, κοντά του…

Λένε ότι αν θέλεις να κάνεις το Θεό να γελάσει, κάνε σχέδια για το μέλλον σου… Έτσι και μιαν ωραία πρωία έκανε την εμφάνισή της η κρίση, που απρόσμενα και σάρωσε τα πάντα. Στην αρχή κράτησε κάπως το πράγμα, ύστερα όμως οι καταστάσεις έγιναν ανεξέλεγκτες. Μοιραία ήρθαν και οι απολύσεις στον στενό Δημόσιο Τομέα. Αυτός συνέχισε να κοιτάει τη δουλειά του, καθοδηγώντας και τους υφιστάμενούς του να πράττουν το ίδιο. Ώσπου ένα μεσημέρι στις 20 Ιουλίου, παρέλαβε από τη γραμματέα του μια κλειστή επιστολή. Ανοίγοντάς την με έκπληξη διάβασε ότι ο Υπουργός αποφάσισε να κλείσει ολόκληρη τη Διεύθυνση, κι ως εκ τούτου, όλοι ανεξαιρέτως ευσυνείδητοι και ασυνείδητοι, εργατικοί και τεμπέληδες ήταν υπό απόλυση. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν φάρσα. Μέσα του πίστευε πως η πληροφορική μηχανοργάνωση ήταν «το τελευταίο προπύργιο του Υπουργείου που θα πέσει» έτσι ορμήνευε τους υπάλληλούς του… Όντας βέβαιος ότι κάποιο λάθος έχει γίνει, βγήκε οργίλος από το γραφείο του… «Να δεις αυτοί οι ηλίθιοι της Διεύθυνσης Προσωπικού τα έχουν κάνει θάλασσα». Στο διάδρομο υπήρχε σούσουρο και ψίθυρος. «Στις δουλειές σας γρήγορα!» τους φώναξε αυστηρά… Ένας αρχιμηχανικός του ανταπάντησε: «ποιες δουλειές μας κύριε Διευθυντά? Εδώ βουίζει ο τόπος!». «Εμείς στην εργασία μας!» του ανταπάντησε αυτός με σοβαρό τόνο. Βγαίνοντας από το κτήριο όμως ήρθε τετ α τετ με τον οδηγό του. «Σας τελείωσε ο Υπουργός» του είπε αμείλικτα ο οδηγός. «Το τσογλάνι!» μονολόγησε αυτός από μέσα του για τον οδηγό του. «Εγώ του φέρθηκα με το σεις και με το σας αντί να το βάλω να τρέχει, και κοίτα γλώσσα». Ο Οδηγός όμως συνέχισε με το ίδιο θράσος: «Σας πετάνε στο δρόμο Διευθυντάκο μου! Στα ‘λεγα, δεν στα ‘λεγα?»… χμ «όλοι εκ των υστέρων τα λέγανε…» μονολόγησε αυτός ειρωνικά…


Εντούτοις είχε πέσει από τα σύννεφα… Στους πιο τρομακτικούς εφιάλτες του, τέτοιο σενάριο δεν το είχε φανταστεί… Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ένεκα της κρίσης φοβόταν για τα παιδιά του, μην τους τύχει τίποτε κακό, για τη δουλειά του όμως ποτέ δεν είχε ανησυχήσει ή φανταστεί κάτι τέτοιο… Η απόλυση ήταν γεγονός. Του ήρθε και μια προσωπική επιστολή που τον ευχαριστούσε για την προσφορά του στο Υπουργείο τα τελευταία 25 χρόνια και του ζητούσε ν’ αδειάσει τη θέση και να παραλάβει όλα τα προσωπικά του αντικείμενα μέχρι τις 30 Ιουλίου. «Τα σκατόπαιδα! Θέλουν να τους αδειάσω και τη γωνιά αμέσως!». Προσπαθούσε να φανταστεί γιατί αυτό είχε συμβεί σε αυτόν. Μήπως είχε αντιμιλήσει σε κάποιο από τα τσιράκια του Υπουργείου? Μπα! Γενικά ήταν ευγενικός με όλους, δεν είχε με κανέναν ιδιαίτερα προηγούμενα! Ίσως για εκείνη την προμήθεια τόσων Η/Υ και της αναβάθμισης του κέντρου μηχανοργάνωσης? Μα είχε βρει την οικονομικά προσφιλέστερη λύση και αν είχε κάνει και οικονομία στο υπουργείο! Μήπως αυτό ήταν η αιτία? Μήπως οι ανταγωνιστές ήταν με το μέρος του Υπουργού κι αυτός κάνοντας οικονομία τους είχε ζημιώσει? Έπαιζαν διάφορα σενάρια στο μυαλό του και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί αυτό συνέβη σε εκείνον… Τον έβρισκε σε μια δύσκολη στιγμή αυτή η απόλυση. Τα έξοδα είχαν αυξηθεί, η κρίση βλέπεις είχε βρει την οικογένεια να έχει κάνει ανοίγματα και να έχει πάρει δάνεια… «Όχι σίγουρα ήταν κάποιο λάθος»…


Πήγε να βρει τον προσωπάρχη, ιδιαίτερο του Υπουργού και φίλο του κόμματος. «Δεν βαριέσαι!» του είπε αυτός… «Έγιναν οριζόντιες απολύσεις κατόπιν κυβερνητικής σύσκεψης. Η επιλογή της Διεύθυνσής σου έγινε σχεδόν τυχαία… Εγώ προσπάθησα να την σταματήσω, αλλά δεν μπόρεσα να τα καταφέρω! Ο Υπουργός το είχε αποφασίσει!». Δεν είχε που να πάει… Γύρισε στο γραφείο του και το μάτι του έπεσε σε μια πλακέτα που του την είχε παραδώσει ο ίδιος ο Υπουργός ένα μήνα πριν, ως αναγνώριση της πολύχρονης και σημαντικής προσφοράς του… Του ήρθε αναγούλα… Βγήκε από το γραφείο του και πέρασε στο διπλανό κτήριο, στη Διεύθυνση Προσωπικού… Εκεί είχε το μόνο φίλο που ήταν μαζί από το Πανεπιστήμιο και ήταν Διευθυντής της αντίστοιχης Διεύθυνσης… Έλειπε… Στους διαδρόμους και το κυλικείο, οι υπάλληλοι ήταν μες την τρελή χαρά… Σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό… Δεν μπορούσε να πιστέψει στην απάθεια των συναδέλφων του… Κι αν είχε εξυπηρετήσει τόσους και τόσους από εκεί χάρη στη γνωριμία του με τον Διευθυντή τους… Οι περισσότεροι τον γνώριζαν… Απέστρεφαν το βλέμμα καθώς περνούσε από μπροστά τους… Έφτυναν στον κόρφο τους πίσω του… 


Έφυγε αφήνοντας αμάζευτο το γραφείο του, σχεδόν ξεκλείδωτο… Δεν πήγε σπίτι του. Έλιωσε στον ποδαρόδρομο από Υπουργείο σε Υπουργείο, από ιδιαίτερο σε έμπιστο και σύμβουλο… Προσπάθησε να συναντηθεί με δύο συμμαθητές του, της Κυβερνήσεως που ήταν βουλευτές… Με τον έναν μίλησε στο τηλέφωνο… «Δεν γίνεται τίποτε… του είπε αυτός απρόσωπα… Το όλον πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως του Δημοσίου Τομέα, επιμελείται ο ίδιος ο πρωθυπουργός… Και ο ίδιος ο Υπουργός να ήθελε να σε κρατήσει, δεν μπορεί… σε διαβεβαιώνω…». Δεν του έλεγαν τίποτε αυτά τα λόγια… Στα πλακάκια του πεζοδρομίου, ο ήλιος έκαιγε… Ο κόσμος γύρω του, περαστικοί, βιαστικοί να προλάβουν τις δουλειές τους… «Κοίτα να δεις», σκέφτηκε… «Όλοι αυτοί έχουν τουλάχιστον δουλειές»… Φορούσε το καλό του το κοστούμι. Εχθές μόλις όλους αυτούς τους έβλεπε αφ’ υψηλού, αυτός ήταν κοτζάμ Διευθυντής ολόκληρης Διεύθυνσης Υπουργείου, και τι, της πιο σημαντικής… Τώρα και τι δεν θα έδινε να ήταν ένας από αυτούς εκεί τους μεροκαματιάρηδες να έχει οργανώσει έτσι τη ζωή του, ώστε να μην δίνει δεκάρα για το τι λέει ο κάθε Υπουργίσκος…

Δεν τολμούσε να πάει σπίτι του… Το πέρας ωραρίου είχε παρέλθει προ πολλού… Θα ανησυχούσαν, αλλά αυτός δεν νοιαζόταν πλέον… Προχώρησε αμίλητος, σκεφτικός… Για πρώτη φορά είχε χρόνο και παρατηρούσε τα πάντα γύρω του, όλες εκείνες δηλαδή τις μικρές λεπτομέρειες, που όλα του τα χρόνια προσπερνούσε αδιάφορος, βιαστικός… Παραπόρτια στις προθήκες καταστημάτων, το ανήσυχο πέρα δώθε δύο θρεμμένων περιστεριών που βρώμιζαν ένα παγκάκι, θαμώνες σε ένα καφενείο που ατένιζαν αμέριμνοι το άπειρο, γραίες που έσερναν με κόπο καρότσια με ψώνια, μια σάπια μαρκίζα από την οποία έμπαινε άπλετο το φως παιχνιδίζοντας γεωμετρικά σχήματα στο πεζοδρόμιο, η δημοτική κρήνη για να ξεδιψάσουν οι περαστικοί… Πως δεν τα είχε παρατηρήσει από πριν αυτά?… «Μήπως να έφταιγε εκείνη η εξαδέλφη του που είναι συγγενής εξ’ αγχιστείας με τον Υφυπουργό?»… Ποτέ δεν τη χώνεψε και της το έδειχνε κατάμουτρα… «Σίγουρα αυτή η σκρόφα θα φταίει»… Ήταν ολοφάνερο δεν είχε που να πάει πλέον… Με την κρίση, δεν είχε τίποτε άλλο πέρα από αυτή τη δουλειά, ενώ η πιάτσα έξω είχε γεμίσει ανέργους, δεινότατους μαθηματικούς και επιστήμονες της πληροφορικής που ασμένως θα έκαναν τα γκαρσόνια ή και τους λούστρους γιατί όχι? Ήταν σε απόγνωση δεν χωράει αμφιβολία…


Προχώρησε προς τον Ηλεκτρικό… στις σκάλες ζητιάνοι και μουσικοί του δρόμου, του υπενθύμιζαν τον χειρότερό του εφιάλτη… Να καταντούσε σαν κι αυτούς? Έρμαιο των πιο τιποτένιων μαφιόζων που τους στήνουν εκεί? Κατέβηκε τα σκαλιά… «Στη βράση κολλάει το σίδερο» μονολόγησε… πλησίασε προς το τέλος της αποβάθρας, από την πλευρά που θα εισερχόταν το τραίνο στο σταθμό. «Αυτή δεν φωτίζεται καλά… χωρίς αμφιβολία, ο οδηγός δεν θα προλάβει να με δει… ούτε κι εγώ θα καταλάβω τίποτε… σε κλάσματα δευτερολέπτου θα γίνουν όλα…. Αρκεί να μην δειλιάσω»… σκεφτόταν σχεδόν μηχανικά, έχοντας πάρει πλέον τη μεγάλη απόφαση να μην σταθεί υπόλογος σε κανέναν, ούτε στον εαυτό του… Πριν τον φέρει ο δρόμος εδώ σκεφτόταν τα παιδιά του, τη φτώχια τους, τις σπουδές τους που θα κόβονταν απότομα… Τη γυναίκα του που την είχε τόσο απογοητεύσει στην κοινή ζωή τους… Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει που να πήγε όλη αυτή η αγάπη και ο έρωτας που είχαν στα νιάτα τους. Ατρόμητοι, νευρώδεις κι οι δυο, γκρέμιζαν κάθε τι που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους. Και χωρίς μέσα… Θυμόταν που με ένα σάπιο φιατάκι 127 γύριζαν όλη τη χώρα τότε… ούτε κλιματισμός, ούτε ανέσεις ούτε τίποτε… Κάτω από τον καυτό ήλιο μες τη ζέστη, έμπαιναν μέσα 4, μερικές φορές και 5 νοματαίοι… Να είχε τώρα λίγη μόνο από εκείνη την αστείρευτη δύναμη των νιάτων του… και λίγη, να μόλις τόση δα από την αφοβησιά τους… Και η γυναίκα του? Πως είχε μετατραπεί έτσι ευάλωτη, νευρική και κακότροπη? Που ήταν εκείνη η ανεμελιά της? Εκείνο το πανέμορφο χαμόγελό της, το πιο όμορφο του κόσμου, που γαλήνευε κάθε αποτυχία του ή ζημιά που έκανε? Τώρα μια γκριμάτσα απογοήτευσης έβγαζαν ο ένας στον άλλον… Σαν να ήθελαν να αποφύγουν να μετρηθούν με τον εαυτό τους, με την αλήθεια… Και ποια αλήθεια? Την αγαπούσε, κι αυτή τον αγαπούσε δεν χωράει αμφιβολία… μόνο που είχαν ξεθωριάσει κι οι δυο πλέον…

Πλησιάζοντας στο σταθμό, από το δρόμο περνούσε μια κουστωδία γιγάντιων αυτοκινήτων, θωρακισμένων, που συνόδευε κάποιο κυβερνητικό στέλεχος, ίσως έναν υπουργό. Τόσα έξοδα για να μετακινηθεί ένας Υπουργός… Φευγαλέες του ήρθαν κακές σκέψεις, όμως δεν ήταν καμωμένος για κάτι τέτοιο… δεν ήταν ικανός να κάνει κακό σε κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του… Δεν τον εξίταρε ούτε τον ερέθιζε το να καταστρέφει ή να κάνει κακό… απαξιούσε το κακό γύρω του, το περιφρονούσε… του άρεσε η δημιουργία και νοσταλγούσε που κάποτε είχε αστείρευτη δύναμη για να δημιουργεί… Τώρα αισθανόταν τελείως αδύναμος, σαν να είχε παραλύσει… Ένιωθε σαν τα αγρίμια στην έρημο, που εξαντλημένα ρίχνουν τελευταίες ματιές απελπισίας στα αδίστακτα όρνεα που πετούν από πάνω τους…
Κατέβηκε αργά τα σκαλιά του σταθμού… Για δες! Τόσα χρόνια τα κατέβαινε πάντα βιαστικά κάνοντας μάλιστα και ελιγμούς για να προλάβει τι… Τώρα μόλις που έσερνε τα βήματά του… Έφτασε στην άκρη της αποβάθρας, άνοιξε το πορτάκι και διαλανθάνοντας της προσοχής όλων εκεί, πέρασε στο σκοτεινό μη φωτιζόμενο τμήμα της… Κανείς δεν τον πρόσεξε… «Ούτε κι εδώ…» σκέφτηκε… Ακούστηκε ο αυξανόμενος ήχος του τραίνου που πλησίαζε, και αυτόν τον έλουσε κρύος ιδρώτας… «Πρέπει να φανείς δυνατός», είπε στον εαυτό του… Ο Ήχος ολοένα δυνάμωνε και πλούταινε συμφύροντας διαπεραστικούς ήχους μετάλλων που τρίβονται… Φάνηκαν οι εκτυφλωτικοί προβολείς… Κρύφτηκε σε μια εσοχή έτοιμος να πάρει φόρα και να πέσει στις γραμμές… Το τραίνο ήταν τώρα κοντά, αλλά είχε ακόμη αρκετή ταχύτητα, προκειμένου να φθάσει ως την άλλη μεριά στο τέλος της αποβάθρας… Έκλεισε τα μάτια του και πήρε φόρα με δύναμη να πηδήξει…



Ήταν στον αέρα σχεδόν αντάμα με το Χάρο, όταν ένα χέρι τον τράβηξε με δύναμη πίσω στην εσοχή… Ακούστηκαν οι στριγκές του τραίνου καθώς φρέναρε για να πλασαριστεί στην αποβάθρα… Ένα άλλο χέρι, ίδια χεροδύναμο με εκείνο που τον έσωσε, του έγνεφε να κάνει ησυχία… Ήταν ένας Μαύρος κρυμμένος στην εσοχή, κι έτσι όπως ήταν ρακένδυτος δεν τον είχε δει πριν… Μόλις το τραίνο έφυγε και η αποβάθρα έμεινε άδεια από κόσμο, ο Μαύρος του χαμογέλασε… Σπαστά του είπε: «τι πήγες να κάνεις αδέρφι? Το σκέφτηκες καλά?» Αυτός πήγε να του φωνάξει (φορούσε ακόμη το καλό του το κοστούμι και περνιόταν ακόμη για κάποιος σημαντικός), αλλά σταμάτησε… Αντ’ αυτού άρχισε να κλαίει… Ο Μαύρος τον τράβηξε από την εσοχή πίσω σε ένα τυφλό δωμάτιο γεμάτο μπάζα και σκουπίδια… «Κάτσε του είπε»… Έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι αμφιβόλου ποιότητας και του έδωσε να πιεί… Αυτός ήπιε μια γερή γουλιά να πάρει θάρρος… 


«Έτσι μπράβο!» είπε ο Μαύρος που χαμογελώντας άστραφταν τα δόντια του… Αυτός έμενε εκεί αμίλητος αποσβολωμένος… Ο Μαύρος συνέχισε: «Ξέρεις ήμουν κι εγώ στη θέση σου…Ίσως όχι τόσο σπουδαίος, αλλά όπως και να το κάνεις ήμουν κάποιος… Είχα σπίτι, εξοχικό, τρία κουτσούβελα, γυναίκα-γυναικάρα, περνούσε και αναστέναζαν τα πλακάκια… Η κρίση με έριξε στους τοκογλύφους, μου τα πήραν όλα κι η κυρά μου έφυγε, με παράτησε και πήγε πίσω στους δικούς της στην άλλη άκρη της χώρας… Είπα να πάρω το τραίνο να τους βρω, μα ήρθα εδώ για να κάνω αυτό που μόλις προσπάθησες προ λίγο…». Ο Άστεγος ήπιε κι αυτός μια γερή γουλιά από το μπουκάλι και ύστερα άναψε τσιγάρο, μιαν άθλια γόπα δηλαδή… Η κλεισούρα μύριζε έντονα σε εκείνο το μπετονένιο άθλιο γεμάτο σαπίλα δωμάτιο… Φαινόταν ως να έχει μείνει εκεί μέσα χρόνια… «Είμαι εδώ κρυμμένος από τον κόσμο κάνα χρόνο και κάτι…» μονολόγησε ρουφώντας δυνατά το τσιγάρο… Ο Άλλος του πήρε το μπουκάλι, ρούφηξε μια γερή γουλιά… «Και πως δεν ‘έφυγες’… εννοώ πως και δεν προέβης στο απονενοημένο διάβημα?»… 

-«Με έσωσε ο προηγούμενος ‘κάτοικος’ αυτού του δωματίου, σαν τώρα καλή ώρα εγώ εσένα…» είπε ο έγχρωμος συνομιλητής του, και συνέχισε: «Με το που με φρέναρε στην πορεία μου στο θάνατο, σαν να πάγωσαν όλα… Ο χρόνος πάγωσε, η ζωή μου πάγωσε… ήμουν ζωντανός νεκρός, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελα πλέον να ξαναδώ τον κόσμο… Εκείνος με το που με έσωσε σηκώθηκε κι έφυγε, δεν τον ξαναείδα… Κόλλησα εδώ ανήμπορος να κουνηθώ, να κάνω κάτι στη ζωή μου άλλο… Έτσι κι αλλιώς αν κρυβόμουν για 3 χρόνια θα με κήρυσσαν αγνοούμενο και ίσως οι δικοί μου να έπαιρναν κάτι από την Ασφάλεια Ζωής που είχα κάνει τότε που ήμουν κάποιος…». «Όμως ο καιρός πέρναγε χωρίς να κάνω κάτι… μόνο φυτοζωούσα εδώ αποσβολωμένος… Μα μόλις σε είχα σήμερα το πρωί, ο κόσμος μου φωτίστηκε ξαφνικά αδέρφι… Ναι που σου το λέω…»
-Ο Άλλος ρώτησε: «Δεν ήρθε κανείς πριν από μένα?»
-«Εκατοντάδες… Μα δεν το τόλμησαν… Τους διαβάζω κρυμμένος από εδώ ποιος είναι ικανός και ποιος δεν είναι… εσένα μόλις σε είδα με το κοστούμι αμέσως κατάλαβα ότι είσαι ο άνθρωπός μου… Στην αρχή σκέφτηκα χαιρέκακα, να σε δω να πεθαίνεις έστω και από περιέργεια να σε δω να σε κομματιάζουν οι γραμμές του τραίνου. Μα μετά ο νους μου άρχισε να δουλεύει και μου κόλλησε μια σκέψη που δεν μπορούσα με τίποτε να διώξω… Είδα σε σένα, δηλαδή έναν κουστουμαρισμένο και ξιπασμένο λιμοκοντόρο, τον μεγάλο μου γιό… Αν ερχόταν σε αυτή τη θέση κι εγώ ήμουν ήδη νεκρός? Στην απέναντι αποβάθρα στέκεται συχνά μια καλντεριμιτζού… Κι αν από τη φτώχια εξωθήσουν την κόρη μου σε πουτάνα τίποτε νταβατζήδες? Πως θα την βοηθήσω αν έχω εξαφανιστεί? Πως θα μπορούσα να βοηθήσω αν τους συμβεί κάτι στο μέλλον? Έπρεπε να τελειώνω με αυτές τις αηδίες -έδειξε το δωμάτιο- και να είμαι παρών στη ζωή τους, τουλάχιστο να τους σώσω αν τους βρει κάνα κακό… Με τούτο και με τ’ άλλο άρχισα να σε συμπαθώ… Κι έτσι είπα να σε αποτρέψω να πεθάνεις, όπως ακριβώς μου το είχαν κάνει κι εμένα… Ξέρεις τώρα με απελευθέρωσες κατά κάποιον τρόπο και θα φύγω… Θα πάω να βρω τους δικούς μου… Να είμαι εκεί γύρω, κοντά τους… Κι ας μην με θέλουν που είμαι απένταρος… να είμαι εκεί κρυμμένος να βλέπω… κι αν κάνει την εμφάνισή του κανένα κακό, να βρει εμένα κι όχι αυτούς…»
-«Δηλαδή αν δεν ερχόμουν?» ρώτησε ο άλλος κι ο Μαύρος απάντησε:
-«Δεν ξέρω.… ότι και να έχεις, ότι και να σου συμβαίνει τίποτε δεν είναι χειρότερο από αυτό εδώ αδέρφι… Και πίστεψέ με… μπορείς να το αντέξεις… και δεν μπορεί, κάποιος δικός σου θα υπάρχει εκεί έξω που να σε ενδιαφέρει… και ίσως αύριο μεθαύριο να έχει ανάγκη από βοήθεια… Τι θα γίνει αν εσύ είσαι στα θυμαράκια? Αν σου δοθεί η ευκαιρία-χάρισμα το λέω εγώ- να τον βοηθήσεις, τότε αποκτάει και νόημα η ίδια η ύπαρξή σου… Να είσαι εκεί δίπλα τους… προστάτης τους πραγματικός… Ξέρεις τώρα μόλις τα κατάλαβα κι εγώ αυτά τα πράγματα… Παράξενο πράμα η ζωή ε?» Ο Μαύρος μιλούσε και τα μάτια και τα δόντια του έλαμπαν στο ημίφως… 

Ο Άλλος τον παρατηρούσε τώρα στο μισοσκόταδο και χωρίς αμφιβολία φαινόταν ότι κάποτε υπήρξε καλοβαλμένος…Αντίθετα, για τον προηγούμενο εαυτό του, εκείνον που «σκοτώθηκε» στην αποβάθρα σκεφτόταν υποτιμητικά … Τώρα χάρις σε τούτον εδώ, έναν ανέλπιστο ναΐφ άνθρωπο που εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία, είχε ξαναγεννηθεί, είχε γίνει ένας νέος άνθρωπος… Αγκάλιασε τον Μαύρο, τον ευχαρίστησε… «Είθε ο Θεός ή η Μοίρα αν θέλεις, να σου το ανταποδώσει…» του είπε…

Έφυγε με βιαστικά βήματα για το σπίτι του, τους δικούς του… τη νέα του ζωή… δύσκολη ίσως, αλλά ζωή… Και θα ήταν εκεί δίπλα τους κι όχι απών, είτε το ήθελαν είτε όχι… Ξαφνικά από αδύναμος που ήταν αισθανόταν μέσα του μιαν αστείρευτη δύναμη, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει… Πάντως χωρίς άλλο θα συνέχιζε… και το έκανε… συνέχισε… 

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτη η παραπάνω ιστορία είναι πέρα για πέρα πραγματική… Συντελέστηκε το 1976 σε κάποια γωνιά των ΗΠΑ… Ο πρωταγωνιστής πέρασε πολύ δύσκολα, αλλά κατόρθωσε να ορθοποδήσει, συνήλθε και δεν άργησε να ξαναβρεί τη γαλήνη ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους… Μακριά από τις καριέρες, τους τίτλους και τις φενάκες που μέχρι τότε είχε στήσει στη ζωή του… Μόνο ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους… Τους οποίους κυριολεκτικά έσωσε αρκετές φορές στις επόμενες δεκαετίες και κατόρθωσε να συγκρατήσει ώστε να μην σκορπίσουν, ούτε να χαθούν… Έφυγε πρόσφατα υπερπλήρης ημερών, και μέχρι τις τελευταίες του στιγμές μονολογούσε για εκείνον τον άγνωστο φύλακα άγγελό του που του χάρισε τη νέα του ζωή και του έδειξε έναν νέο δρόμο… 


"...κατῆλθεν μέχρις Ἄδου ταμείων..."